Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι η μόνιμη διάταση της κοιλιακής σε ποσοστό πάνω από το 50% της φυσιολογικής Τα ανευρύσματα κοιλιακής αορτής χρήζουν παρακολούθησης και αντιμετώπισης από έμπειρο αγγειοχειρουργό καθώς η ρήξη τους έχει υψηλά ποσοστά θνητότητας. Συνεπώς η έγκαιρη αντιμετώπιση αποτελεί κεφαλαιώδους σημασία για την επιβίωση του ασθενούς.
Οι σημαντικότερες νέες συστάσεις από την Society of Vascular Surgery αφορούν την παρακολούθηση ασθενών με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και συγκεκριμένα την ετήσια παρακολούθηση ασθενών με ανεύρυσμα διαμέτρου από 4.0 μέχρι 4.9 cm.
- Η ενδαγγειακή θεραπεία αποτελεί την θεραπευτική μέθοδο επιλογής στην αντιμετώπιση των ραγέντων ανευρυσμάτων.
- Συνιστάται η χρήση μοντέλων εκτίμησης της περιεγχειρητικής θνητότητας για τη λήψη σωστής κλινικής απόφασης αλλά και για την κατάλληλη ενημέρωση των ασθενών που πρόκειται να υποβληθούν σε επέμβαση.
- Συστήνεται η εφαρμογή της ενδαγγειακής μεθόδου μόνου σε νοσοκομεία που η συνολική θνητότητα και η μετατροπή σε ανοικτή επέμβαση δεν υπερβαίνει το 2% και στα οποία διενεργούνται τουλάχιστον 10 τέτοιες επεμβάσεις ετησίως.
- Σε σχέση με την ανοικτή αποκατάσταση των κοιλιακών ανευρυσμάτων συστήνεται να γίνονται μόνο σε κέντρα που η πιστοποιημένη θνητότητα είναι μικρότερη από 5% και εφόσον γίνονται τουλάχιστον 10 τέτοιες επεμβάσεις κάθε έτος.
- Προτείνεται ως μέγιστος χρόνος για τη διενέργεια επείγουσας επέμβασης από την άφιξη στο νοσοκομείο στο χειρουργείο τα 90 λεπτά.
- Σε σχέση με τις ενδοδιαφυγές μετά EVAR συστήνεται η θεραπεία για τις τύπου I και ΙΙΙ καθώς και για τις τύπου ΙΙ όταν υπάρχει αύξηση του μεγέθους του ανευρυσματικού σάκκου. Αντίθετα, συνεχής παρακολούθηση συστήνεται στις τύπου ΙΙ ενδοδιαφυγές όταν η διάμετρους του σάκκου παραμένει σταθερή.
- Αν και προτείνεται χημειοπροφύλαξη σε ασθενείς με αορτικό μόσχευμα πριν από κάθε οδοντιατρική πράξη, δεν συστήνεται το ίδιο πριν από επεμβάσεις στο αναπνευστικό, πεπτικό, ουρογεννητικό σύστημα ή δερματολογικές ή μυοσκελετικές επεμβάσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς και οι περιπτώσεις στις οποίες ο κίνδυνος λοίμωξης θεωρείται υψηλός.
- Τέλος, η χρήση του έγχρωμου υπερήχου συστήνεται για την μετεγχειρητική παρακολούθηση ασθενών μετά EVAR στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ενδοδιαφυγή ή αύξηση του μεγέθους του σάκκου του ανευρύσματος.
Comments