ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ ΙΓΝΥΑΚΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΣ

Το ανεύρυσμα της ιγνυακής αρτηρίας είναι η αύξηση της διαμέτρου της αρτηρίας κατ’ ελάχιστο 50% σε σχέση με μια μη ανευρυσματική αρτηρία. Είναι το συχνότερο ανεύρυσμα των περιφερικών αρτηριών και αποτελούν το 70% του συνόλου των περιφερικών ανευρυσμάτων. Εμφανίζονται κατά πλειοψηφία στον αντρικό πληθυσμό και στις μισές περιπτώσεις υπάρχουν και στα δύο κάτω άκρα.

Η επικινδυνότητα της οφείλεται στο γεγονός ότι μπορούν να προκαλέσουν οξεία ισχαιμία του άκρου λόγω θρόμβωσης του ανευρύσματος. Αποτέλεσμα αυτού το γεγονότος είναι η κρίσιμη ισχαιμία και ο κίνδυνος απώλειας του σκέλους. Χρονίως είναι δυνατόν να προκαλέσουν πολλαπλές εμβολές με αποτέλεσμα την απώλεια δακτύλων. Τα ανευρύσματα αυτά σπάνια ρηγνύονται.

Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ηλικία, ιστορικό ανευρύσματος σε άλλο μέρος του σώματος, το κάπνισμα και το αντρικό φύλο. Σπάνια συναντάμε ανευρύσματα ιγνυακής σε γυναίκες.

Τα συμπτώματα που προκαλούν είναι διαλείπουσα χωλότητα, άλγος αναπαύσεως, σύνδρομο κυανού δακτύλου και μερικές φορές γάγγραινα και απώλεια ιστού. Το 40% είναι ασυμπτωματικά κατά την διάγνωσή τους. Η οξεία θρόμβωση του ανευρύσματος είναι πολύ επικίνδυνη για την βιωσιμότητα του σκέλους και αυτός είναι ο λόγος που είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή τους.

Ο προληπτικός έλεγχος γίνεται γρήγορα και απλά με την χρήση υπερήχων και εφόσον διαγνωστεί στη συνέχεια εκτελείται αξονική αγγειογραφία.

Η θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται στην εντομή του ανευρύσματος και εκτέλεση παράκαμψης με αυτόλογο μόσχευμα (σαφηνής φλέβα). Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση γίνεται με την τοποθέτηση επικαλυμμένου stent graft.

Η χειρουργική ή ενδοαυλική θεραπεία ανευρύσματος της ιγνυακής αρτηρίας χρειάζεται μετεγχειρητικά ιατρική παρακολούθηση. Ο επανέλεγχος είναι απαραίτητος τις πρώτες 30 ημέρες μετά την επέμβαση και στη συνέχεια μετά από 6 μήνες και ετησίως. Περιλαμβάνει κλινική εξέταση και πραγματοποίηση triplex.